Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Συνέντευξη με την κ.Χατζηπαναγιώτου Σοφία


Τι θυμάστε από την Θεσσαλονίκη των παιδικών σας χρόνων;

Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες γονείς. Ο πατέρας μου ήρθε 8 χρονών μετά την Μικρασιατική καταστροφή και η μητέρα μου 2 ετών. Μέναμε πρώτα στην Άνω Πόλη στην Αθωνος και στα 3 μου κατεβήκαμε στην Αγ. Δημητρίου. Η Θεσσαλονίκη  ήταν και είναι η πόλη με τις περισσότερες εκκλησίες στην Ελλάδα, και ας μην φαίνονται τώρα από τις πολυκατοικίες. Έτσι οι καμπάνες της πόλης ήταν το σήμα κατατεθέν της.


Άκουγα στον ύπνο μου πάντα τον ήχο της καμπάνας τα πρωινά της Κυριακής και στον εσπερινό. Λέγανε, για τον Αγ. Δημήτριο πού ήταν και πολιούχος της πόλης, ότι ήταν και προστάτης των παιδιών και πράγματι σαν σπουργιτάκια κουρνιάζαμε, στην εκκλησία τις Κυριακές, πηγαίνοντας κατηχητικό, πού όμως μας άρεζε πολύ γιατί όλο τραγουδούσαμε και παίζαμε. Η αυλή της εκκλησίας ήταν η αυλή μας Εμείς σαν παιδιά παίζαμε στους αυλόγυρους των εκκλησιών και των σπιτιών και σαν έφηβοι κάναμε βόλτες και φλερτάραμε, έξω από τις εκκλησίες. Αλλά και από τα σχολεία μας, μία φορά την εβδομάδα πηγαίναμε για εκκλησιασμό. Όλα  τα παιδάκια της γενιάς μου περάσαμε από το κατηχητικό και τον εκκλησιασμό.      
Μεγαλώναμε μέσα σε μια πόλη πνευματική, μαγική πού με τις ομίχλες και τον Βαρδάρη της γινόταν, απόκοσμη  μυστηριώδης, αλλά και χαρούμενη. Με τις καμπάνες και τα καραβάκια της, πού μας ταξίδευαν Περαία, Μπαξέ και Αγ. τριάδα, με τις οικογενειακές βαρκάδες, από την παλιά παραλία μέχρι την Σαλαμίνα, με το τραμ,  τις σκαλομαρίες, με τις ατέλειωτες αλάνες της και με την Άνω πόλη της πού τα πεντακάθαρα σπιτάκια της λάμπανε και μοσχοβολούσαν οι αυλές της γλυσσίνα και γιασεμί, με την λεωφόρο με τους  στοιχειωμένους πύργους (Βασ.Όλγας) και την  μυροβόλα ανθοστόλιστη οδό Ανθέων, πού τώρα πια δεν αναγνωρίζεται. Τα λέω όλα αυτά γιατί η επίδραση της πόλης πού ζούμε είναι καταλυτική για την διαμόρφωση της προσωπικότητας μας και την διεκπεραίωση των ονείρων μας.

Έχει μείνει κάτι σήμερα, από όλη αυτή την ατμόσφαιρα;

Τώρα πια δεν την αναγνωρίζω, η πόλη τα έχει χάσει όλα. Έχει πεθάνει η μορφή, οι αξίες και το ήθος της, οι ήχοι τα γέλια  και τα τραγούδια της, είναι  μία βίαιη πόλη. Έχουμε αποκοπή από την θάλασσα πού τόσο μας ημέρευε και αντί για καμπάνες ακούμε κόρνες αντί για βόλτες, βολτάρουν τα Ι.Χ και στα πεζοδρόμια δεν υπάρχουν πεζοί, γιατί παρκάρουν τα αυτοκίνητα. Επίσης οι Δημαρχίες κόβουν τα δένδρα για να μην πέφτουν στα αυτοκίνητα. Όλα για τα αυτοκίνητα όχι για τον άνθρωπο. Έγινε μπετόν αρμέ και λαμαρίνα η ανθρώπινη ψυχή. Μπετόν αρμέ και λαμαρίνα και πολλή βία. Επαναλαμβάνουν συνέχεια ότι ακόμη είναι πνευματική και ερωτική σαν πόλη, αλλά μάλλον γίνεται αναφορά στο παρελθόν της.

Σας ενέπνευσαν λοιπόν όλα αυτά και ασχοληθήκατε τόσο νωρίς  -στα δεκαεννέα σας- με την γιόγκα;

Η επαφή μου με την Γιόγκα λοιπόν ξεκίνησε από αυτήν την πόλη, από αυτή  την πνευματικότητα πού διέρρεε όλη την ατμόσφαιρα της. Υπήρχε η πόλη, η οικογένεια, η γειτονιά, η εκκλησία, πού μας αγκάλιαζαν μας γαλουχούσαν και μας μεγάλωναν και η ψυχή μας γινόταν ευσυγκίνητη και η περιέργεια μας μεγάλωνε και η αναζήτηση της γνώσης γινόταν τρόπος ζωής. Η πόλη και το περιβάλλον λοιπόν, έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο  για την καλλιέργεια ηθικών αρχών (yama, niyama) και για  φιλοσοφικής θεώρηση της ζωής. Γιατί θυμάμαι πάντα από πολύ μικρή να αναρωτιέμαι γιατί και πώς, και να προσπαθώ  να βρω απαντήσεις σε καίρια προβλήματα. Θυμάμαι κάποτε τον σπουδαίο αρχιτέκτονα, ζωγράφο και φιλόσοφο και πολλά άλλα Βαρλάμη να λέει ότι οφείλει πολλά στην πόλη πού μεγάλωσε, γιατί το να παίζεις και να ζεις δίπλα σε αρχαία, δίπλα στο απώτατο παρελθόν σου σε διαμορφώνει πολύ επίπεδα. Έτσι και η γενιά  μου δεχόταν επιδράσεις τού πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος μέσα από τα μνημεία, μέσα από τους ήχους, μέσα από τις αρχές και αξίες της ίδιας της πόλης μέσα από τις μυρωδιές της.  Ήταν όμως και οι πρόσφυγες, οι Μικρασιάτες συγγενείς, πού άκουγα μικρούλα, όταν πηγαίναμε επισκέψεις με την γιαγιά μου, πού έπαιζαν σαντούρι και τραγουδούσαν τραγούδια της Πατρίδας, με εξαιρετικές φωνές και στην ατμόσφαιρα περιέρρεε κάτι  το εξωπραγματικό, πού ερχόταν από την Ανατολή, αλλά και ένα Γιατί, ένας καημός για την ζωή, πού εναλλασσόταν με την Αποδοχή της και ξαφνικά η μουσική ζωντάνευε και άρχιζαν, οι χοροί, οι καρσιλαμάδες, τα γέλια, τα πειράγματα, η Χαρμολύπη, πού τόσο έντονα χαρακτήριζε τον Ελληνικό τρόπο ζωής και την Ελληνική κουλτούρα
 Ήταν και οι ιστορίες για την προγιαγιά μου την μαμή πού μας ξεγέννησε και τους τέσσερεις (τέσσερα αδέλφια). Ήταν πρακτικός και συνόδευε στην πατρίδα (Μ.Ασία) τον γιατρό και ήταν το δεξί του χέρι. Μέχρι τα δεκαεπτά μου την έψαχναν την γιαγιά πού θεράπευε τα πάντα με ασκήσεις βότανα νηστεία, κλύσμα βεντούζες βδέλλες δηλαδή την Yunan medicine πού μού έλεγαν στην Ινδία χρόνια μετά όταν πήγα για Γιόγκα  και τώρα μέσω Αμερικής αποκαλείται παγκοσμίως Αγιουρβέδα και Γιόγκα.
Υπήρχε και κάτι ακόμη, η ανάγκη μου να εκφράζομαι να μιλώ με το σώμα μου, κάτι πού επίσης ήταν κληρονομικό. Ο πατέρας μου υπήρξε πρωταθλητής της Ελληνορωμαϊκής πάλης και η πρώτη του ξαδέλφη ήταν η πρώτη γυμνάστρια του Αμερικάνικου κολλεγίου Θεσσαλονίκης η  miss Μαρίκα  πού άφησε εποχή. Γενικά μέσα στο σπίτι μας είχαμε μια λατρεία για την άσκηση και το τραγούδι. Ακόμη κρατάω σαν ήχους τις ωραίες φωνές της μητέρας και του πατέρα μου. Ήταν οι Μάντρες μου, οι ηχητικές μου δονήσεις, μαζί με τις καμπάνες. Θυμάμαι τον εαυτό μου γυμνάζομαι από μωρό μέσα στο σπίτι και την γιαγιά μου να με μαλώνει γιατί θεωρούσε απρεπή τέτοια καμώματα για κορίτσια. Όταν λοιπόν ανακάλυψα την Γιόγκα αυτή με κάλυψε σε όλα, και εκφραζόμουν με το σώμα μου και φιλοσοφούσα.

Μου ακούγεται σχεδόν καρμικό, είχατε κάποιες προσωπικές εμπειρίες;

Αρχές εφηβείας μού συνέβη κάτι πολύ παράδοξο ενώ κοιμόμουν έπαθα εξωσομάτωση, έβλεπα τον εαυτό μου από ψηλά και σχολίαζα τον τρόπο που κοιμόμουν. Ένοιωθα όμως εξαιρετικά ευτυχισμένη και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Νομίζω ότι από τότε έπαψα να φοβάμαι τον θάνατο. Επίσης από μικρή είχα πολύ αναπτυγμένη διαίσθηση πού όμως την είχε και η μητέρα και η γιαγιά και η προγιαγιά και νομίζω ότι την πήραν και τα παιδιά μου.
Στην εφηβεία καθώς τότε ακούγαμε πολύ μουσική, μαζί με Χατζηδάκη και Θεοδωράκη ακούγαμε και Μπητλς. Οι Μπήτλς είχαν πάει στην ΙΝΔΙΑ  δίπλα σε έναν γκουρού τον Μαχαρίσι και αυτό μού κίνησε το ενδιαφέρον γι αυτή την μακρινή χώρα, καθώς άκουγα και τον δίσκο πού είχαν βγάλει επηρεασμένοι από την Ινδική μουσική και τότε διάβασα και την Αυτοβιογραφία ενός Γιόγκι, πού μου έλυσε την απορία της εξωσωμάτωσης. Διάβαζα πάρα πολύ λογοτεχνία αλλά ο αγαπημένος μου συγγραφέας ήταν ο δικός μας Νίκος Καζαντζάκης και η πιο συγκλονιστική προσωπικότητα ο Μαχάτμα Γκάντι. Ο  Καζαντζάκης με ταξίδεψε στην Ινδία και κατόπιν διαβάζοντας την Ασκητική του, κατανόησα ότι είχε ασχοληθεί και με τις Ανατολικές φιλοσοφίες και με τους δικούς μας Κλασσικούς. Ο Γκάντι απέδειξε ότι με την θεωρία της μη Βίας δηλαδή την ahimsα του μπορεί να κάνει τα πάντα και έδιωξε τους Αγγλους από την Ινδία.
Την ίδια περίοδο έκανα κλασσικό αθλητισμό και αργότερα σουηδική γυμναστική και χορό. Τελειώνοντας τις Γυμνασιακές σπουδές ήθελα να φύγω στο εξωτερικό, ενώ πήγαινα αισθητική, γιατί ο αδελφός μου σπούδαζε έξω και ήθελα και εγώ να ανοίξω τα φτερά μου. Οι γονείς μου πού με είχαν αδυναμία αλλά και εμπιστοσύνη με έστειλαν στο Λονδίνο στα δεκαοκτώ μου  χρόνια,  σπάνιο πράγμα για κορίτσι εκείνη την εποχή.

Πρέπει να ήταν πολύ ενδιαφέρον να βρίσκεστε εκεί τότε;

Νάι. Πήγα λοιπόν στο Λονδίνο το 1969 για περεταίρω σπουδές αισθητικής  και βρίσκω δίπλα ακριβώς στην σχολή αισθητικής  ένα κέντρο yoga του sivananda. Πηγαίνω και γράφομαι αλλά γρήγορα αναζητώ κάτι άλλο γιατί με απωθούσε η απόλυτη υποταγή στον γκουρού και το ιεραρχικό θεοκρατικό στυλ του Ινδουισμού.
Ενώ ήμουν στην αναζήτηση διάβαζα διάφορα βιβλία: όπως το μυστικό του Χρυσού λουλουδιού και την Θιβετιανή βίβλο των Νεκρών. Στο μεταξύ βρισκόμουν στον απόηχο της εποχής των λουλουδιών και του Μάη του ‘68. Δίπλα μου τα ναρκωτικά πέρναν και διναν  καθώς, είχαν καταστείλει τα κινήματα ρίχνοντας τους νέους στα ναρκωτικά. Έβλεπα νέους πεσμένους στο δρόμο και νόμιζα ότι ήταν επιληπτικοί τόση αθωότητα. Μια συγκάτοικος από την Αυστραλία με κάλεσε για καφέ και μού πρόσφερε  L.S.D για να πάω high, αρνήθηκα ευγενικά και της απάντησα γελώντας ότι αφού μέναμε σε σοφίτα ήμασταν πολύ high. Πάντα ήθελα να είμαι νηφάλια να μπορώ να αντιλαμβάνομαι και να κρίνω, δεν μου άρεσαν οι θολούρες αλλά ήταν και αυτές οι αρχές πού κουβαλούσα από την  πόλη και την οικογένεια. Κανένα παιδί της γενιάς μου από όσους ξέρω δεν πήρε ποτέ ουσίες. Μάς άρεζε η Ζωή ήμασταν ανήσυχοι είχαμε όμως και πρότυπα και ιδανικά. Κάποια στιγμή βρίσκω στα βιβλιοπωλεία το Light on Yoga του BK.S.IYENGAR τρελαίνομαι με τις πρακτικές του και ψάχνοντας ανακαλύπτω στο HOLLAND PARK  στο σχολείο πού πήγαινα για γλώσσα μία ομάδα πού έκανε IYENGAR. Μού είπαν μάλιστα ότι ο IYENGAR ερχόταν συχνά και έκαναν μαθήματα μαζί του .Έτσι ξεκίνησα τεχνικές Iyengar και αυτό πού μου άρεζε ήταν η παντελής έλλειψης θρησκευτικότητας. Είχα χορτάσει θρησκευτικότητα στην πόλη μου, έκανα την επανάσταση μου. Συνάντησα και τον Iyengar ήταν πολύ αυστηρός σαν δάσκαλος, μού θύμιζε τους δασκάλους στο δημοτικό μου σχολείο, με την βίτσα στο χέρι, είχε όμως εξαιρετικά μάτια και ήταν απλός και ταλαντούχος. Είχε μαθήτριες την elit του Λονδίνου πού τον προσκαλούσαν για επιδείξεις και τον επιδείκνυαν σαν κάτι το εξωτικό, μεταξύ αυτών και την αγαπητή μου Angela Morris, πού ήταν και από τις πρώτες του μαθήτριες στο Λονδίνο, όπως μου είπε πολύ αργότερα. και τιμήθηκε γι αυτό. Ο άνθρωπος δούλεψε σκληρά έφτιαξε μια ολόκληρη σχολή και δεν είπε ποτέ ότι είναι Θεός. Έκανε γιόγκα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάναμε γιόγκα συνέχεια, έπρεπε να γίνουμε λάστιχα. Έλεγε ότι ο Θεός κατοικεί σε κάθε κύτταρο μας γι’αυτό έπρεπε να δουλεύουμε συνέχεια για να αφυπνίσουμε την σοφία του σώματος. Τελικά πήγα και τον βρήκα αργότερα και στην Ινδία όπου του πήγα σαν δώρο μια μικρή προτομή του Μ. Αλεξάνδρου πού την έβαλε στο γραφείο του.

Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα; Υπήρχαν δάσκαλοι γιόγκα;

Γύρισα στην Ελλάδα το 1973 και ανοίγω ένα κέντρο αισθητικής και Γιόγκα. Είχα την αισθητική σαν επάγγελμα και την Γιόγκα σαν τρόπο ζωής. Δίδασκα σε φίλους και δεν τους διευκρίνιζα ακριβώς τι ήταν η γιόγκα γιατί θα με κορόιδευαν, κάναμε συνέχεια Iyengar και εντυπωσιαζόντουσαν από τις τεχνικές του. Εν τω μεταξύ με καλούσαν σε σεμινάρια στην ΑΓΓΛΙΑ. Πήγα στο Briton σε συνέδριο, στο Kent, στο LEEDS, στο Λονδίνο κάπου δέκα φορές, την τελευταία φορά σε ένα συνέδριο το 1993 στο Crystal pallas στο Λονδίνο συνάντησα την Στέλλα την Μπάστα με την φίλη της Κατερίνα και δύο μαθήτριες τους εάν θυμάμαι καλά πού τότε ξεκινούσαν Iyengar. Καλή δασκάλα της Αγάπης Ευαγγελίδου. Την Ευαγγελίδου  την θεωρούσα πρωτοπόρο στην Αθήνα, πρέπει να ασχολήθηκε με την Γιόγκα την ίδια περίοδο πού ασχολήθηκα και εγώ ή λίγο πιο μπροστά από εμένα. Είχα μάλιστα πάει σε ένα σεμινάριο της Ευαγγελίδου στο Πόρτο Χέλι ένα καλοκαίρι του 1976 και έπαιρνα για αρκετά χρόνια και ένα περιοδικό πού εξέδιδε. Αλλά και σε σεμινάριο πού οργάνωσε η Στέλλα στην Αθήνα στον χώρο της πήγα και ξαναβρεθήκαμε. Εν το μεταξύ είχα καταντήσει ένας αναζητητής της  Γιόγκα ήμουν από  ταξίδι σε ταξίδι. Έκανα μετά την Ινδία γιόγκα με τον πρωτοκλασάτο μαθητή του iyengar Biria στο Blacon. Όμως κάποια στιγμή ένοιωσα ότι έπρεπε να προσεγγίσω την yoga και μέσα από άλλες ματιές, είχα κάνει πάρα πολλά χρόνια Iyengar ένοιωθα ότι επαναλαμβανόμουν συνέχεια, ένοιωθα κορεσμό, ποτέ δεν ήθελα να ανήκω και να έχω εξάρτηση από κάτι, πάντα πίστευα ότι η Γνώση αναπτύσσεται μόνο στην ελευθερία. Για μένα η γιόγκα είναι το διαβατήριο της ελευθερίας, το λέω και στους μαθητές μου, όχι προσκόλληση, σεβασμός και αγάπη για τον όποιο δάσκαλο έχουμε στην ζωή μας, όχι όμως θέωση του, όχι προσκύνημα, το ένοιωσα έντονα στην Ινδία αυτό. Δεν έχουμε στην κουλτούρα μας το προσκύνημα, τον δεσποτισμό, πού υπάρχει στην Ανατολή. Ναι στον σεβασμό, ναι στην άκρα ταπεινότητα, όχι στην ταπείνωση, όχι στην απώλεια της ταυτότητας, είμαστε όλοι ένθεοι, όλοι γίναμε από αστρική σκόνη, δεν χρειαζόμαστε επίγειους θεούς, μόνο επουράνιους.
Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι έπρεπε να πάρω και άλλους δρόμους, έτσι έκανα γιόγκα με  τον  PAUL Harvey μαθητή του Desikashar πού ήταν και υιός του KRISNAMACHARYA. Μαζί του έκανα  vini yoga και pranayama. Κατόπιν στο Zinal, έκανα γιόγκα με Σούφι και Drue yoga με τον Cris Barrington. Αργότερα ήρθα  σε τηλεφωνική επικοινωνία με μία μεγάλη κυρία της yoga πού είχε κάνει και iyengar και Desikashar την VANDA SKARAVELLI. Κόντευε τα 90 όταν επικοινωνήσαμε και της είπα ότι ήθελα να γίνω μαθήτρια της, μου απήντησε ευγενικά ότι είχε σπάσει το χέρι της και δεν μπορούσε να διδάξει πια και με παρέπεμψε στην καλύτερη της μαθήτρια την SANDRA SAMBATINI. Ετσι βρέθηκα ξανά με το εισιτήριο στο χέρι να πετώ στην Ρώμη και από εκεί για Τοσκάνη για να κάνω ξανά γιόγκα με την SANDRA. Η μέθοδος SCARAVELLI ήταν και η τελευταία μου αναζήτηση σφράγισε τις εξωτερικές μου αναζητήσεις. Είχα εξασκηθεί για πολλά χρόνια, μετά τις αρχές yama και niyama πού πήρα από τον πλούσιο ορίζοντα του περιβάλλοντος (πόλη, γονείς, συγγενείς κλ.π.) στις  δύο άλλες αρχές της yoga τις ASANAS και PRANAYAMA.

Και η προσωπική σας ζωή; Εξελίσσονταν παράλληλα με όλες αυτές τις αναζητήσεις;

 Εν το μεταξύ είχα κάνει παιδιά, τα είχα μεγαλώσει, ενιωθα ότι ένας μεγάλος κύκλος της πορείας μου στην ζωή σιγά σιγά συμπληρωνόταν. Θυμάμαι τον Iyengar πού έλεγε ότι η οικογένεια και τα παιδία είναι το σημαντικότερο γεγονός στην ζωή του ανθρώπου και εμένα τα παιδιά μου ήταν οι γκουρού μου και εξακολουθούν να είναι γιατί εκεί συντελείτε καθολοκληρία ή αρχή της Ακρας ταπεινότητας και της ανιδιοτελούς Αγάπης, εκεί χάνεται το εγώ και ξεκινάει ασυνείδητα το εσωτερικό ταξίδι της ταυτότητας. Μόλις άνοιξαν τα  φτερά τους τα παιδιά και άρχισαν να απομακρύνονται από κοντά μου, αυτός ο κύκλος τής απόλυτης μητρότητας έκλεισε και η καινούργια κατάσταση στην οποία βρέθηκα με οδήγησε σε μια εσωτερική πορεία. Ήταν η αρχή της pratyahara πού είχε δρομολογηθεί Πάλεψα πολύ με τα συναισθήματα μου άρχισα να κατανοώ την γλώσσα της ψυχής μου. Τότε σαν απόσταγμα αυτής της γνώσης πού μάζευα τόσα χρόνια από κάθε γωνιά της γης, αλλά και από όλες τις μέχρι τότε εμπειρίες της ζωής, δουλειά, μεγάλωμα  παιδιών, θάνατος των αγαπημένων μου γονιών, μετά από μια κυοφορία ετών, ξεπήδησε η δική μου γιόγκα η γιόγκα του κύκλου και του σταυρού όπως την ονόμασα.

Και πότε γεννήθηκε η δική σας σχολή;

 Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι όλα αυτά πού ήξερα μέχρι τότε έπρεπε να τα μεταφέρω σε μαθητές και έκανα την σχολή και στους τεταρτοετής διδάσκω την δική μου yoga. Αυτοί πού σπουδάζουν δύο χρόνια κάνουν iyengar και skaravelli. Επίσης στο καλοκαιρινό υπερεντατικό σεμινάριο της μιας εβδομάδας κάνω πάλι IYENGAR και ASTANGA γιατί ο iyengar και ο pandabi Jois   έχουν περίπου την ίδια μεθοδολογία αφού είχαν τον ίδιο δάσκαλο τον Krisnamacharya. Σαν σχολή κάναμε παρουσιάσεις σε συνέδρια στην Ρουμανία και Κοπεγχάγη, Ρώμη, Βελιγράδι, αλλά και Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Έχω κάνει πολλές ομιλίες και  η σχολή εκπροσωπεί την Ελλάδα στην INTERNATIONAL YOGA FEDERATION όπου είμαι και hononary member, και  είμαι και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της EUROPIAN YOGA FEDERATION.

Η γιόγκα είναι μάλλον τρόπος ζωής για εσάς;

Ναι. Αυτή λοιπόν ήταν η μαθητεία μου στην yoga μέχρι τώρα χωρίς να έχει τελειώσει γιατί για μένα έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό η κατάσταση Dharana,  και τώρα πια ξέρω ότι θα ακολουθήσει η Dyana και ίσως η κατάσταση Samadhi να είναι η αναχώρηση μου. Όπως καταλάβατε πιστεύω ότι η πραγματική yoga είναι η πορεία μας μέσα στην ζωή, το εμπειρικό μας ταξίδι, αρκεί να τολμήσουμε και να το κάνουμε. Η ζωή μας θέλει πολεμιστές, για να της χαρίσουμε την ενέργεια μας να καούμε στην φωτιά του πολέμου και από εκεί να βγούμε αλώβητοι, πεντακάθαροι, ένθεοι. Το θείο στοιχείο μέσα μας, εκδηλώνεται, στους ωραίους αγώνες. Σε κάθε καινούργια δράση μας, ξανά ξεκινάει ένας καινούργιος κύκλος, πού κάποτε θα κλείσει, για να ανοίξει ένας άλλος μοιάζει με ένα συνεχές ταξίδι χωρίς τέλος.

Υπήρξαν κάποιοι δάσκαλοι που σας έκαναν να νοιώσετε αισθήματα ευγνωμοσύνης;

Νοιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλους τους δασκάλους πού με βοήθησαν στην εκμάθηση  και κατανόηση αυτής της τέχνης και απέραντο σεβασμό, ιδιαίτερα για τον καταξιωμένο δάσκαλο μου Iyengar. Όλοι τους άναψαν από μία σπίθα πού σιγά σιγά έγινε φωτιά και απλώθηκε μέσα μου, η φωτιά της μέχρι τώρα γνώσης. Για μένα όμως ο μεγάλος μου δάσκαλος ήτανε και είναι η ίδια η ίδια μου η ζωή, με όλο αυτό το τοπίο πού δημιούργησε ειδικά για μένα,  όπως δημιουργεί διαφορετικό τοπίο για τον  κάθε άνθρωπο, και τον αναγκάζει να δράσει σε αυτό. Η τέχνη πού έμαθα, αφύπνισε, την γνώση του σώματος μου, αυτήν πού ήταν αποθηκευμένη από προσλήψεις πού είχα εκλάβει από την πόλη, το οικογενειακό περιβάλλον και φυσικά την κληρονομικότητα.  Η γνώση υπάρχει μέσα μας και παντού, τα εργαλεία πού θα την αφυπνίσουν χρειαζόμαστε και η Γιόγκα, ή αυτογνωσία, είναι εργαλείο και εμείς πρέπει να γίνουμε πολύ καλά μαστόρια, δεξιοτέχνες. Και πώς μπορείς να κατανοήσεις ότι έχεις γίνει καλός μάστορας? Όταν δεις να εκφράζεται η ψυχή σου με τις αρχές της μη βίας, της αποδοχής, της κατανόησης της αγάπης και της άκρας ταπεινότητας. Τότε είσαι πραγματικά σε καλό δρόμο, γιατί τιμάς αυτό πού σημαίνει στα ελληνικά η λέξη Άνθρωπος. ΑΝΩ ΘΡΩΣΚΩ δηλαδή, κοιτάω ψηλά εξελίσσομαι …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου